ρολογάδικο

ρολογάδικο
το, Ν
κατάστημα πώλησης ή επισκευής ρολογιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρολογάς + κατάλ. -άδικο (πρβλ. γαλατ-άδικο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ωρολογοποιείο — το, Ν το εργαστήριο τού ωρολογοποιού, ρολογάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολογοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. ὡρολογοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”